lemma:> | μουνοθύελλα, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μουνί και τη λέξη θύελλα. Καταγράφεται στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981). |
meaning: | Μεγάλη συγκέντρωση γυναικών νεαρής ηλικίας. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Όπως κάθε φορά, η μουνοθύελλα στους χορούς των σχολείων είναι απίστευτη. |
source: | xstream.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 19-08-2014 13:35:01 PM |
author: | Μαγιώνος Γεώργιος |