lemma:> | νουμπάς, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το αγγλικό noob / newb (< new boy = νέος χρήστης στο Διαδίκτυο) και την κατάληξη -άς. |
meaning: | Ο νέος, αρχάριος σε θέματα τεχνολογίας, σε χώρο κοινωνικής δικτύωσης, σε διαδικτυακό παιχνίδι κτλ.
|
thematic category: | - |
synonyms: | νεούδι, νέωψ/νέοπας, ποντικαράς, ψάρακλας |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Είμαι καινούργιος στο φόρουμ (για αυτήν την αγγελία μπήκα συστημένος από άλλον κύριο), νέωψ και νουμπάς, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω για να το κατοχυρώσω. 2) Είναι εξαιρετικός παίχτης αλλά στο Rome 2 είναι ακόμα νουμπάς και χάνει αρκετά. |
source: | 1) avsite.gr 2) phorum.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 19-08-2014 14:02:41 PM |
author: | Μαγιώνος Γεώργιος |