 
| lemma:> | πριόνι, το | 
| part of speech:> | Noun | 
| inflective/noninflective: | Inflective | 
| etymology: | - | 
| meaning: | Είδος σύγχρονης μουσικής που παίζεται συχνά σε μαγαζιά νυχτερινής διασκέδασης και αποτελείται από επαναλαμβανόμενους διαπεραστικούς ήχους, οι οποίοι θυμίζουν τον ήχο του ηλεκτρικού πριονιού. | 
| thematic category: | - | 
| synonyms: | - | 
| opposites: | - | 
| examples of use: | Υπάρχουν κάτι άτομα με αυτοκίνητα-κουτσουλιές και με κάτι ηχεία-βόμβες. Αυτοί έχουν την ιδέα ότι τριγυρίζοντας με τα πριόνια στη διαπασών θα σταματήσει καμιά γκόμενα δίπλα και θα τους ρωτήσει «πώς σε λένε;». | 
| source: | http://www.artinoi.gr/cgi-bin/forumV2/topic.cgi?forum=2&topic=36&start=20 | 
| linguistic classification: | - | 
| registered in dbase: | 24-06-2016 20:37:51 PM | 
| author: | Ρούσσος Παναγιώτης και Σωτηροπούλου Ελένη |