ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  σφίχτερμαν, ο
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Από τις λέξεις σφιχτός και μαν (αγγλ. man, άντρας), κατά το "σούπερμαν".
meaning:  

Ο μυώδης και πολύ γυμνασμένος άντρας. 

thematic category:  -
synonyms:  μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτης, τουμπανέιρο, τουμπανιάρης, τούμπανο, φουσκωτός, χτιστός
opposites:  -
examples of use:  Μπροστά μου τύπος: μελαχρινούρι, μάγκας (θα γίνει τσαμπουκάς –μανούρα, φάση), χουλκ στο πιο καφέ του –σφίχτερμαν, βρε αδερφέ- με κολλητό μπλουζάκι τύπου "τώρα γίνεται η έκρηξη και σου γεμίζω τη μούρη μυς και αναβολικά μαζί", το ‘χεις;
source:  

kaipoules.blogspot.gr

linguistic classification:  Υβριδικός σχηματισμός.
registered in dbase:  02-05-2014 18:03:24 PM
author:  Σέργης Γεώργιος

 

 

RETURN TO THE CHARACTER σ - Σ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.219.207.115