| lemma:> | ντουρντουβάκι, το |
| part of speech:> | Noun |
| inflective/noninflective: | Inflective |
| etymology: | Από λέξη βουλγαρικής προέλευσης που σήμαινε τον Έλληνα από τη βόρεια Ελλάδα που στρατολογήθηκε στα τάγματα εργασίας του βουλγαρικού στρατού κατοχής στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. |
| meaning: | Χαρακτηρισμός για άτομο χαζό, ανόητο. |
| thematic category: | - |
| synonyms: | στοκάδι |
| opposites: | - |
| examples of use: | - Ένα άγνωστο στους περισσότερους Θεσσαλονικείς ιστορικό μέρος της πόλης. - Άγνωστο δεν είναι, αντιθέτως πρέπει να 'σαι πολύ ντουρντουβάκι για να μην ξέρεις πού είναι όταν μένεις Θεσσαλονίκη. |
| source: | phorum.gr |
| linguistic classification: | - |
| registered in dbase: | 02-05-2014 18:04:16 PM |
| author: | Δεληγιώργη Χριστίνα |