ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  αραχνομούνα, η
μέρος του λόγου:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τις λέξεις αράχνη και μουνί.
meaning:  Η γυναίκα που δεν έχει κάνει καθόλου σεξ ή έχει πολύ καιρό να κάνει.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

Get a life, μωρή αραχνομούνα. Εγώ φταίω που για ένα λεπτό σού δίνω την ευκαιρία να αναπνεύσεις.

source:  

offstreamer.blogspot.gr

 

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  03-05-2014 12:25:22 PM
author:  ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##
 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.216.42.122