λήμμα:> | κοντοπούτανο, το / κοντοπούτανος, ο |
μέρος του λόγου:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις κοντός και πουτάνα. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για κοντή και προκλητική γυναίκα.
|
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Με είπε κοντοπούτανο! Εντάξει 1.67 είμαι, δεν με λες και κοντή… Η ψυχολογία είναι ερμαφρόδιτο ον. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 14:59:32 PM |
author: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |