λήμμα:> | λακαμάς, ο |
μέρος του λόγου:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Με αντιμετάθεση συλλαβών (ποδανά) η λέξη μαλάκας. |
meaning: | Μαλάκας (με την έννοια του βλάκα περισσότερο). |
thematic category: | - |
synonyms: | βλακαμάς, βλακόβλακας, ζάβλακας, ζώγγολο, μαβλάκας, μπετόβλακας, παπαρομαλάκας, τριμάλαξ |
opposites: | - |
examples of use: | Πόσο λακαμάς αναίσθητος πρέπει να είσαι ή ψώνιο να σκάσεις 20.000 και άλλα 500 για κάθε ταινία, αντί να πας να δώσεις 5-10-20 στο σινεμά, να φας από ποπ κορν μέχρι να πιεις σαμπάνια, για να βλέπεις την ταινία στο σαλόνι σου και από την άλλη να υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε και ζητιανεύουν !! Πόσο λακαμάς και ψώνιο πρέπει να είσαι κυριολεκτικά !! |
source: | techblog.gr
|
linguistic classification: | Αντιμετάθεση συλλαβών. |
registered in dbase: | 04-05-2014 16:30:39 PM |
author: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |