λήμμα:> | μπαρμπαδάκι/μπαρμπαδέλι, το |
μέρος του λόγου:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη μπάρμπας (μπαρμπαδ-) και το υποκοριστικό -άκι/-έλι. |
meaning: | Το ανθρωπάκι, χαρακτήρας, ήρωας σε ηλεκτρονικό παιχνίδι. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Αν δεν κάνω λάθος το πρώτο παιχνίδι που κατάφερα να εγκαταστήσω μόνος μου (μεγάλη μέρα εκείνη) πρέπει να ήταν το πρώτο Sims. Φαντάζεστε πόσο μπορεί να το τίμησα. Είχα και εγώ την δυνατότητα να βάλω ένα μπαρμπαδάκι να φάει, να πλυθεί και να κοιμηθεί. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 06-05-2014 22:13:45 PM |
author: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |