λήμμα:> | πάω για τούφες |
μέρος του λόγου:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Η λέξη τούφες καταγράφεται στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981) με τη σημασία "άνετος και ξένοιαστος ύπνος". |
meaning: | Πάω να κοιμηθώ, πάω για ύπνο. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Νύσταξα και λέω να πάω για τούφες, γιατί άρχισε να κλαίει το κρεβάτι μου. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 18:35:30 PM |
author: | Πακτσεβάνογλου Παρασκευή-Ιωάννα |