λήμμα:> | αζμπέτε, το |
μέρος του λόγου:> | Noun |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από την αγγλική φράση to know us better (= να γνωριστούμε καλύτερα). Όπως αναφέρεται στο www.slang.gr, πρωτοακούστηκε στην ταινία Ο κατεργάρης του Δαλιανίδη του 1971. |
meaning: | Πρώτη επαφή, γνωριμία. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Αν ακούστηκα κάπως απότομη... άλλωστε ξέρεις.... αυτού του είδους οι συζητήσεις βοηθούν στο σχετικό "αζμπέτε" της υπόθεσης. |
source: | dpgr.gr/forum |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 08-05-2014 21:30:04 PM |
author: | ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ |