λήμμα:> | κόβω τούφες |
μέρος του λόγου:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Η λέξη τούφες με την έννοια "ύπνος" καταγράφεται στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981) και αναφέρεται ότι πιθανόν είναι ηχομιμητική, από τον ήχο της εκπνοής. |
meaning: | Κοιμάμαι. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Θα σας αφήσω επειγόντως για να πάω να κόψω τούφες… Καληνύχτα κι όνειρα γλυκά! |
source: | facebook.com |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 09-05-2014 10:01:58 AM |
author: | Κουμπουλής Αναστάσιος |