λήμμα:> | σταλεγάκιας, ο |
μέρος του λόγου:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη φράση: σ' τα 'λεγα (εγώ). |
meaning: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που κάνει ότι τα ξέρει όλα και επισημαίνει τα λάθη των άλλων τονίζοντας πως ο ίδιος τα είχε προβλέψει. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Η ανεργία δεν είναι κηδεία, οπότε του απολυμένου μην του μιλάς, λες και έχει πεθάνει κάποιος, με πένθιμη, γεμάτη κατανόηση φωνή. Μην παριστάνεις τον έξυπνο, λέγοντάς του τι θα μπορούσε να είχε κάνει προκειμένου να αποφύγει την απόλυση. Μη γίνεσαι σταλεγάκιας, ξερόλας. |
source: | panokato.blogspot.gr |
linguistic classification: | Λεξικοποίηση (lexicalisation). |
registered in dbase: | 30-04-2014 22:57:05 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |