lemma:> | κοπριτιλίκι, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη κοπρίτης και το επίθημα -ιλίκι. |
meaning: | Συμπεριφορά «κοπρίτη» με όλες τις αρνητικές σημασίες. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Από νωρίς αυτοί μπαίνουν στα κόλπα, μάσες, ξάπλες, αραλίκι, τεμπελιά και κοπριτιλίκι. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 15:08:04 PM |
author: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |