lemma:> | κουβανός/Κουβανός, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη κουβάς με συσχέτιση προς τον κάτοικο της Κούβας. |
meaning: | Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κάποιον που χάνει συνήθως στο Στοίχημα ή σε άλλα τυχερά παιχνίδια. Συγκεκριμένα αναφέρεται στα δελτία που δεν κερδίζουν, με αποτέλεσμα να καταλήγουν στον κάδο απορριμμάτων, γνωστό και ως «κουβά». [Αναφέρεται κυρίως στο παιχνίδι "Στοίχημα" του ΟΠΑΠ και σπανίως σε άλλα τυχερά παιχνίδια.] |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Με το αλάνθαστο σύστημά μου (παίζω όποιο αποτέλεσμα πιστεύω ότι θα βγει ανεξαρτήτως απόδοσης) πάω κουβά κατά 99%.Είμαι μεγάλος Κουβανός αλλά τουλάχιστον το διασκεδάζω.
|
source: |
|
linguistic classification: | Ομωνυμικός σχηματισμός κατά το [Κούβα] "Κουβανός". |
registered in dbase: | 04-05-2014 15:19:49 PM |
author: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |