lemma:> | κουοτάρω |
part of speech:> | Verb |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από την αγγλική λέξη quote, που σημαίνει "παραθέτω, κάνω αναφορά", και το επίθημα -άρω. |
meaning: | Παραθέτω κάποιο σχόλιο ή δημοσίευση κτλ., κάνω αναφορά σε κάποιον ή κάτι.
|
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Θα ήθελα να είχα χρόνο να κουοτάρω κάποια από αυτά που ακούγονται, επειδή δεν έχω όμως θα παραθέσω μόνο τα παρακάτω… 2) Για να κουοτάρω και τον Mikeius, όταν έχεις πρόβλημα με την τιμή του ποτού δεν ουρλιάζεις στο σερβιτόρο. |
source: | 1) twitter.com 2) noiz.gr
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 15:34:04 PM |
author: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |