ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κωλολέει
part of speech:  Verb
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Από το α΄ συνθετικό κωλο- (λέξη "κώλος") που δηλώνει επίταση και το ρήμα λέω.
meaning:  Όταν κάποια κατάσταση ή κάποιο πράγμα κτλ. είναι εξαιρετικό, υπέροχο.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  

-

examples of use:  

Δοκιμάστε τη νέα Lithuanian Vodka με γεύση καραμέλα. Την πέτυχα στο Thrubi στις Σπέτσες και κωλολέει, ειδικά σαν σφηνάκι.

source:  

palta.yooblog.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-05-2014 16:09:38 PM
author:  ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.226.214.91