ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κωλοτέλειος, -α, -ο
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από το α΄ συνθετικό κωλο- (της λέξης κώλος, ως επιτατικό) και τη λέξη τέλειος.
meaning:  Όσο πιο τέλειο μπορεί να είναι κάτι.
thematic category:  -
synonyms:  

-

opposites:  -
examples of use:  

1) Μπορώ με το ένα χέρι να κάνω ένα απίστευτο μασάζ και με το άλλο να φτιάξω ένα κωλοτέλειο χαμομήλι.

2) Περιττό να πω ότι το post είναι κωλοτέλειο. Και δεν μπορώ να πιστέψω ότι έκατσε και καρφίτσωσε στο Google Maps τόσες πληροφορίες.

source:  

1) thenerdwiththebrokenglasses.blogspot.gr

2) foithtips.com

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-05-2014 16:16:12 PM
author:  ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.137.218.176