lemma:> | κωλοτέλειος, -α, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το α΄ συνθετικό κωλο- (της λέξης κώλος, ως επιτατικό) και τη λέξη τέλειος. |
meaning: | Όσο πιο τέλειο μπορεί να είναι κάτι. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Μπορώ με το ένα χέρι να κάνω ένα απίστευτο μασάζ και με το άλλο να φτιάξω ένα κωλοτέλειο χαμομήλι. 2) Περιττό να πω ότι το post είναι κωλοτέλειο. Και δεν μπορώ να πιστέψω ότι έκατσε και καρφίτσωσε στο Google Maps τόσες πληροφορίες. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 16:16:12 PM |
author: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |