ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κωλοφτιάξιμο/κωλόφτιαγμα, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από το α΄ συνθετικό κωλο- (λέξη κώλος) και το ρήμα φτιάχνω.
meaning:  Χαρακτηρισμός για οχήματα τα οποία έχει τροποποιήσει ο οδηγός με σκοπό τη βελτίωση τόσο στην εξωτερική εμφάνιση όσο και στην απόδοση.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Ακριβό σπορ; Ναι, αλλά όχι σαν το κωλοφτιάξιμο ενός αυτοκινήτου ας πούμε.
source:  

artinoi.gr

 

 

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-05-2014 16:22:59 PM
author:  ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 18.116.52.43