lemma:> | κωλοφτιάξιμο/κωλόφτιαγμα, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από το α΄ συνθετικό κωλο- (λέξη κώλος) και το ρήμα φτιάχνω. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για οχήματα τα οποία έχει τροποποιήσει ο οδηγός με σκοπό τη βελτίωση τόσο στην εξωτερική εμφάνιση όσο και στην απόδοση. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Ακριβό σπορ; Ναι, αλλά όχι σαν το κωλοφτιάξιμο ενός αυτοκινήτου ας πούμε. |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-05-2014 16:22:59 PM |
author: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |