ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κωλοχαράδρα, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τις λέξεις κώλος και χαράδρα.
meaning:  

Χρησιμοποιείται συνήθως για κοπέλες και δηλώνει την εσοχή ανάμεσα στα κωλομέρια τους.

thematic category:  -
synonyms:  κωλοσχισμή
opposites:  -
examples of use:  Δείξε του το ντεκολτέ σου. Αν είσαι όμως άβυζη, δείξε του την κωλοχαράδρα σου. Αν είσαι και άκωλη, δεν έχω άλλες ιδέες.
source:  

hiphop.gr

 

 

 

linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-05-2014 16:25:10 PM
author:  ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.128.31.76