lemma:> | κρεβατάμπλ |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τη λέξη κρεβάτι και το γαλλικό επίθημα -able. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για κάποιον ή κάποια που είναι ελκυστικός/ή από σεξουαλική άποψη. |
thematic category: | - |
synonyms: | αξιαγάμητος, γαμεύσιμος, γαμησάμπλ, γαμήσιμος, πηδήξιμος |
opposites: | - |
examples of use: | Ο Jacob έχει γίνει πολύ κρεβατάμπλ και εγώ βλέπω τους κοιλιακούς του και κλαίω. ΚΛΑΙΩ λέμε. Τον θέλω πολύ!!! |
source: | |
linguistic classification: | Υβριδικός σχηματισμός. |
registered in dbase: | 04-05-2014 21:38:46 PM |
author: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |