lemma:> | κινεζιά, η |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη Κινέζος και το επίθημα -ιά. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για φτηνή συσκευή μικρής διάρκειας ζωής (όπως αυτές που είναι προέλευσης Κίνας), απομίμηση αυθεντικής ακριβής συσκευής. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Ανακαλεί 18.000 αυτοκίνητά της για μια «κινεζιά» στο πετάλι χωρίς να έχει γίνει κανένα ατύχημα μέχρι τώρα! |
source: |
|
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 05-05-2014 11:28:30 AM |
author: | Κουμπουλής Αναστάσιος |