ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κάγκουρας, ο / καγκούρι, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Προβληματική η ετυμολογία στο www.slang.gr: "εκείνοι που παρακολουθούν μια κόντρα αυτοκινήτων από το κρύο αναγκάζονται να βάλουν τα χέρια στις τσέπες, παίρνοντας στάση καγκουρό".
meaning:  Αυτός που γενικά προσπαθεί να δείξει κάτι και θέλει να τραβήξει την προσοχή με το στιλ και τη συμπεριφορά του, αυτοπροβάλλεται άκομψα γελοιοποιώντας τον εαυτό του σε μια προσπάθεια να καταξιωθεί, χωρίς όμως ο ίδιος να το καταλαβαίνει.
thematic category:  -
synonyms:  μανιαούρι, σπατάνι
opposites:  -
examples of use:  Οι κάγκουρες είναι ένα είδος ανθρώπου που στάλθηκαν στον κόσμο από μια ανώτερη δύναμη με σκοπό μόνο και μόνο να προκαλούν. Βασικά όλοι είμαστε λίγο-πολύ "κάγκουρες" γιατί θέλουμε να ξεχωρίζουμε με κάποιον τρόπο.
source:  kavlogeros.blogspot.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  07-05-2014 13:33:07 PM
author:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.133.157.231