ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  καγκουρεύω
part of speech:  Verb
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη κάγκουρας και το επίθημα -εύω.
meaning:  Επεξεργάζομαι αυτοκίνητο, μηχανή ή υπολογιστή έτσι ώστε να το κάνω ξεχωριστό και να τραβάει την προσοχή.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Πολλοί μπορεί να πουν ότι το καγκουρεύω κτλ., αλλά ποιος νοιάζεται. Πρώτο μέλημα ήταν το στροφόμετρο, το οποίο είναι δωδεκάρι αλλά εκεί μέσα είναι και ο κόφτης του xj. Οπότε κάτω από το πινακάκι τοποθετήθηκε ο κανονικός μηχανισμός στροφόμετρου του version r. Τώρα τι θα δείχνει όταν το sf πάρει μπρος δεν γνωρίζω.
source:  go4it.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  07-05-2014 13:36:09 PM
author:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.135.205.26