lemma:> | κανιβαλισμένος, -η, -ο |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Επιθετοποιημένη μετοχή του ρήματος κανιβαλίζω. |
meaning: | Μηχανή, αυτοκίνητο ή υπολογιστής που έχει υποστεί επεξεργασία από τον ιδιοκτήτη του έτσι ώστε να αποδίδει πιο καλά και πιο γρήγορα και γενικότερα να ξεχωρίζει από τα αντίστοιχα αντικείμενα της κατηγορίας του. |
thematic category: | - |
synonyms: | καγκουρεμένος |
opposites: | - |
examples of use: | Πρόσφατα είχα την ευκαιρία να βάλω στο χέρι ένα αρκετά κανιβαλισμένο AUDI A3 1.8 turbo, μοντέλο κάπου κοντά στο 2001, που έχει στην κατοχή του ένας καλός φίλος. Το αυτοκίνητο στην τωρινή του μορφή, αποδίδει κάτι παραπάνω από 300 ίππους, με χαμηλή πίεση στο τούρμπο, έχει αλλαγμένα αμορτισέρ με κάποια μαγειρεμένα bilstein, φρένα από Porsche, και δυστυχώς στο εσωτερικό μόνο ένα θεόστενο μπάκετ. |
source: | kolokythia.blogspot.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 14:21:26 PM |
author: | Κουβάρα Ειρήνη |