lemma:> | κάνω αντ/add |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Η λέξη add σημαίνει στα αγγλικά "προσθέτω". |
meaning: | Χρησιμοποιείται για τους χώρους κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook, και δηλώνει την ενέργεια κατά την οποία ένας χρήστης στέλνει αίτημα φιλίας σε κάποιον άλλον. |
thematic category: | - |
synonyms: | αντάρω/addάρω |
opposites: | - |
examples of use: | Tι το 'θελα να κάνω αντ τη μάνα μου στο φέισμπουκ; Κάθε φορά που την νευριάζω, πάει και αλλάζει την οικογενειακή μας σχέση σε "μπάσταρδο". |
source: | facebook.com |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 14:23:33 PM |
author: | Κουβάρα Ειρήνη |