lemma:> | κάνω γιογιό (κάποιον) |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | - |
meaning: | (Κυρίως στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ) κάνω κάποιον ό,τι θέλω, γιατί είναι ενδεχομένως εύκολος αντίπαλος. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Ο Μίτσελ υπήρχε στο γήπεδο; Τι νόμιζε; Ότι κάθε μέρα θα έχει αντίπαλο τερματοφύλακα τον Καρνέζη; Ο Ματέος υπήρχε όπως γράψαμε και πριν λίγο; Τον Ντάντομο ο Νέτο τον έκανε γιογιό. |
source: | sportdog.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 14:26:32 PM |
author: | Κουβάρα Ειρήνη |