lemma:> | κάνω λάικ/like |
part of speech:> | Phrase |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Η λέξη like στα αγγλικά σημαίνει "μου αρέσει". |
meaning: | Χρησιμοποιείται για χώρους κοινωνικής δικτύωσης, όπως το facebook, και δηλώνει την ενέργεια κατά την οποία ένας χρήστης δηλώνει την ευαρέσκειά του για μια φωτογραφία ή ανάρτηση ενός άλλου πατώντας το κουμπί "μου αρέσει/like". |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Στο instagram κάνω λάικ σε όλες τις φωτό που ανεβάζετε εκτός από τα φαγητά και τους γκόμενούς σας. Αυτά είναι για δική σας χώνεψη.. |
source: | inagist.com |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 14:33:37 PM |
author: | Κουβάρα Ειρήνη |