lemma:> | καραλόλ/καραlol/καραLOL |
part of speech:> | Adverb |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από το επιτατικό καρα- και τη λέξη λολ (LOL = Laughing Out Loud, τρανταχτά γέλια). |
meaning: | Λέγεται για κάτι πάρα πολύ αστείο, ξεκαρδιστικό. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Το πιο γελοίο τραγούδι που έχω ακούσει, τάχα μου ποιοτικό (για τους σκυλοποπάδες) - τάχα μου πετυχημένη μεταφορά από το Ιταλικό, στίχοι ό,τι να 'ναι, video clip ελεεινό και εκεί που δεν αντέχεις άλλο και βάζεις το πιστόλι στο στόμα για να γλυτώσεις από το μαρτύριο ακούς το "Σαββατοκύριακο στο luna park μαζί με τα παιδιά..." με δύο παιδάκια με κακόμοιρο ύφος που τα σέρνει ο Καλλίρης και εκεί αυτοπυρπολείσαι ενώ ταυτόχρονα πατάς και τη σκανδάλη. ΚαραLOL! |
source: | retromaniax.gr |
linguistic classification: | Υβριδικός σχηματισμός. |
registered in dbase: | 07-05-2014 14:42:24 PM |
author: | Κουβάρα Ειρήνη |