lemma:> | καυλάκι, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη καυλί και το επίθημα -άκι. |
meaning: | Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει γυναίκα ή άντρα, κυρίως νεαρής ηλικίας, που λόγω εξωτερικής εμφάνισης προκαλεί σεξουαλικό ερεθισμό σε όσους τον/την βλέπουν. |
thematic category: | - |
synonyms: | καυλώστρα (για γυναίκα) |
opposites: | - |
examples of use: | Πόσο καυλάκι γίνεται όσο μεγαλώνει ο Τζάστιν? Παλιά δεν τον εκτιμούσα καθόλου, πλέον μιαμ έχεις γίνει, μιαμ. |
source: | forum.cosmopolitan.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 07-05-2014 15:03:36 PM |
author: | Κουβάρα Ειρήνη |