ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  καυλώστρα, η
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη καύλα και το επίθημα -ώστρα, κατά το "ξαπλώστρα".
meaning:  Άκρως εμφανίσιμη γυναίκα που προκαλεί σεξουαλικό ερεθισμό σε όσους τη βλέπουν.
thematic category:  -
synonyms:  καυλάκι
opposites:  -
examples of use:  Καυλώστρα: η ξαπλώστρα που συγκεντρώνει τα περισσότερα βλέμματα στην παραλία.
source:  

facebook.com

linguistic classification:  -
registered in dbase:  07-05-2014 15:55:20 PM
author:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.138.67.142