lemma:> | καυλερός, -ή, -ό |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τη λέξη καύλα και το επίθημα -ερός. |
meaning: | α) Κάποιος ή κάτι που προκαλεί σεξουαλική διέγερση. β) Καταπληκτικός, εντυπωσιακός. |
thematic category: | - |
synonyms: | α) καυλωτίκ β) γαμάουα, μπομπάτος, τζαμάουα, τουμπανέιρο, τούμπανο, φακάτος |
opposites: | α) ντεκαυλέ |
examples of use: | α) Καυλερή, ξεκαυλερή, εγώ δεν βγαίνω ΠΟΤΕ έξω χωρίς σουτιέν! β) Είναι ένας συλλέκτης νομισμάτων στην λέσχη φίλος μου, ο Στέφανος, ο οποίος έχει μεγάλη καύλα με τα ακροκέραμα και έχει και μεγάλη καυλερή συλλογή. Εάν ποτέ έρθεις στη λέσχη, έλα να σ' τον γνωρίσω. |
source: | |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 09-05-2014 09:35:34 AM |
author: | Στόγιακ Αντζελα |