ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  καυλερός, -ή, -ό
part of speech:  Adjective
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Από τη λέξη καύλα και το επίθημα -ερός.
meaning:  

α) Κάποιος ή κάτι που προκαλεί σεξουαλική διέγερση.

β) Καταπληκτικός, εντυπωσιακός.

thematic category:  -
synonyms:  

α) καυλωτίκ

β) γαμάουα, μπομπάτος, τζαμάουα, τουμπανέιρο, τούμπανο, φακάτος

opposites:  α) ντεκαυλέ
examples of use:  

α) Καυλερή, ξεκαυλερή, εγώ δεν βγαίνω ΠΟΤΕ έξω χωρίς σουτιέν!

β) Είναι ένας συλλέκτης νομισμάτων στην λέσχη φίλος μου, ο Στέφανος, ο οποίος έχει μεγάλη καύλα με τα ακροκέραμα και έχει και μεγάλη καυλερή συλλογή. Εάν ποτέ έρθεις στη λέσχη, έλα να σ' τον γνωρίσω.

source:  

α) forum.cosmopolitan.gr

β) thegreekcollectorsociety.gr

linguistic classification:  -
registered in dbase:  09-05-2014 09:35:34 AM
author:  Στόγιακ Αντζελα

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.144.89.152