lemma:> | κλαψομούνης, ο / κλαψομούνι, το |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από την κλάψα και το μουνί. Η λέξη "κλαψομούνης" καταγράφεται στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981). |
meaning: | Αυτός που κλαίγεται συνέχεια. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Το βραβείο Τοπ Κλαψομούνι για την Ελλάδα παίρνει ο Γιάννης Πλούταρχος, με το σπαθί του και την αξία του! Ο εν λόγω κύριος έχει πολύ πόνο στην καρδιά. Τραγούδι και αναστεναγμός! |
source: | moodygirlland.blogspot.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 09-05-2014 09:55:32 AM |
author: | Κουμπουλής Αναστάσιος |