ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κλοπιράιτ, το
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Noninflective
etymology:  Παιγνιώδης συσχέτιση του αγγλικού copyright και του ουσιαστικού κλοπή.
meaning:  Η εσκεμμένη αντιγραφή ενός έργου χωρίς την άδεια του δημιουργού.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  

Ο "Κυνόδοντας" είναι κλοπιράτ του μεξικανικού φιλμ "Το κάστρο της αγνότητας" αφού έχουν ακριβώς το ίδιο σενάριο.

source:  to-mati.blogspot.gr
linguistic classification:  Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "κοπιράιτ".
registered in dbase:  09-05-2014 10:00:13 AM
author:  Κουμπουλής Αναστάσιος

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.137.164.229