lemma:> | κομοδινί |
part of speech:> | Adjective |
inflective/noninflective: | Noninflective |
etymology: | Από τη λέξη κομοδίνο και το επίθημα -ί, όπως π.χ. "πορτοκαλί". |
meaning: | Χρησιμοποιείται κυρίως για το χρώμα που έχουν τα βαμμένα μαλλιά στους άντρες το οποίο μοιάζει με το χρώμα του βερνικιού στα κομοδίνα. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | 1) Kαι κομοδινί είναι καλό, ειδικά αυτοί που τα 'χουν χάσει σχεδόν όλα και κάνουν σχέδιο κληματαριά κι όταν φυσάει ο αέρας φεύγει το τσουλούφι. 2) Α ρε Βασίλη, μπορεί το... κομοδινί μαλλί να μην υποφέρεται, αλλά η φωνή καμπάνα πάντα! Καταγράφηκε. |
source: | 1) e-steki.gr 2) pde.gr |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 09-05-2014 10:18:51 AM |
author: | Κουμπουλής Αναστάσιος |