ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κλάνω μέντες
part of speech:  Phrase
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  -
meaning:  Τα κάνω πάνω μου από τον φόβο, φοβάμαι υπερβολικά.
thematic category:  -
synonyms:  -
opposites:  -
examples of use:  Με έχει κόψει η ζέστη και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.. Όπως καταλαβαίνεις, έχω αρχίσει να κλάνω μέντες από το φόβο μου.. Κατά 99.9% είμαι κατά φαντασίαν ασθενής.  
source:  alkimachon.gr
linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-08-2014 23:41:32 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 52.14.166.224