lemma:> | κλαρινογαμπρός, ο |
part of speech:> | Noun |
inflective/noninflective: | Inflective |
etymology: | Από τις λέξεις κλαρίνο και γαμπρός. |
meaning: | Χαρακτηρισμός για λαϊκό άνδρα ο οποίος δίνει υπερβολική έμφαση στην εξωτερική του εμφάνιση, την οποία επιδεικνύει επίμονα, για να τραβήξει την προσοχή των γυναικών, προβαίνει σε κιτς στιλιστικές επιλογές όπως στενά μπλουζάκια με βαθύ V για να διαγράφονται οι κοιλιακοί και τα τατουάζ του, έχει ξυρισμένο μαλλί στο πλάι αλλά μακρύ στη μέση και όρθιο από τη λακ, περνάει άπειρες ώρες στο γυμναστήριο και καταναλώνει πρωτεΐνες, ποζάρει μπροστά στο φακό με λάγνο βλέμμα μαζί με τη συνοδό του στα μοδάτα κλαμπ που κυκλοφορεί και ακούει λαϊκή και σουάγκ μουσική. |
thematic category: | - |
synonyms: | - |
opposites: | - |
examples of use: | Έχετε πάει πρόσφατα βόλτα σε κάποιον εξωτερικό χώρο; Ελπίζω πως ναι, γιατί είναι πολύ ωραία αυτή την εποχή. Βγαίνεις έξω και θαυμάζεις τον περίλαμπρο ελληνικό ήλιο. Και ξάφνου κάτι σε θαμπώνει. «Τι είναι;», αναρωτιέσαι, «Από πού έρχεται αυτή η λάμψη;». Ρίχνεις μια περιφερειακή ματιά και εντοπίζεις τον δράστη. Είναι τα χρυσά sneakers του κλαρινογαμπρού από δίπλα, που αντανακλούν το φως μέσα στα μάτια σου. |
source: | vice.com |
linguistic classification: | - |
registered in dbase: | 04-08-2014 23:43:29 PM |
author: | Σαλούστρου Βασιλική |