ON-LINE DICTIONARY OF THE LANGUAGE OF YOUNG

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

lemma:  κοκόβια, τα
part of speech:  Noun
inflective/noninflective:  Inflective
etymology:  Στις "Λέξεις που χάνονται" (Εκδόσεις του 21ου, 2011) ο Ν. Σαραντάκος αναφέρει ότι τα (γ)κοκόβια καταγράφονται στο "Ιστορικό Λεξικό" της Ακαδημίας (δάνειο από τα αρμενικά < αρχαίο ελλ. κόκκος).
meaning:  Οι όρχεις, τα αρχίδια. 
thematic category:  -
synonyms:  καμπανέλια, κλαμπάνια, κρεμα(ν)τζόλια
opposites:  -
examples of use:  Άσε ο άλλος, ο πράκτορας, ντε, ο νταβατζής του ελληνικού δημοσίου, πρόλαβε και την έκανε γιατί ήξερε τι τον περιμένει αλλά, αν έχει τα κοκόβια κι αυτός, ας βγει μπροστά, έτσι για να δει πόσο μετράει... Γιατί τόσα χρόνια έπαιζε μόνος του, αλλά θα έρθει και η δική του ώρα, θα πληρώσουν όλοι για όλα και για πολλά χρόνια αλλά περισσότερο θα το απολαύσω με τους γαύρους. 
source:  aek365.com
linguistic classification:  -
registered in dbase:  04-08-2014 23:49:13 PM
author:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

RETURN TO THE CHARACTER κ - Κ

 

 

 

Comments from viewers

 

 
 
You can write your comment here (upto 300 chars length)
Όνομα         e-mail (not to be displayed) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Connection with IP: 3.135.206.212