λήμμα:> | σφίχτης, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το ρήμα σφίγγω. |
σημασία: | Ο πολύ γυμνασμένος και μυώδης. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | μπιλντέρι, μπρατσόνι, σφίχτερμαν, τουμπανέιρο, τουμπανιάρης, τούμπανο, φουσκωτός, χτιστός |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Από την άλλη βλέπουμε ένα σφίχτη που προσπαθεί να το παίξει μάγκας, να σφίγγεται και να έχει ένα βλέμμα γεμάτο κακία, αλλά δεν του βγαίνει! |
προέλευση: | sportygossip.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 18:06:45 PM |
συγγραφέας: | Σέργης Γεώργιος |