λήμμα:> | ντουρντουλούκι, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Δεν αναφέρεται ετυμολογία. |
σημασία: | Μεγάλη φασαρία και αναταραχή, χαμός. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Όταν κάποιος άνδρας προσπαθήσει να φάει τη γυναίκα άλλου, το πιο συνηθισμένο είναι να πέσουν κάποιες ψιλές. Όταν μια γυναίκα όμως προσπαθήσει να φάει τον άνδρα άλλης, εκεί γίνεται μεγάλο ντουρντουλούκι. Κι όχι μόνο ντουρντουλούκι, αλλά βγαίνουν μαχαίρια, ψαλίδια και λοιπά αιχμηρά αντικείμενα. |
προέλευση: | prismanews.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 18:21:44 PM |
συγγραφέας: | Δεληγιώργη Χριστίνα |