λήμμα:> | ντρόγκια/ντράγκια, τα / ντρόγκες, οι |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη drugs (= ναρκωτικά). |
σημασία: | Τα ναρκωτικά. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Αλλά από την άλλη, οι έμποροι ναρκωτικών εξαναγκάζουν τα πρεζάκια να αγοράζουν τα ντρόγκια τους. |
προέλευση: | insomnia.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 02-05-2014 18:26:40 PM |
συγγραφέας: | Δεληγιώργη Χριστίνα |