λήμμα:> | αξιαγάμητος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Χιουμοριστική παραλλαγή της λέξης αξιαγάπητος. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για άτομο (κυρίως γυναίκα) σεξουαλικά ελκυστικό. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | γαμεύσιμος, γαμησάμπλ, γαμήσιμος, κρεβατάμπλ, πηδήξιμος |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ροφός ή όχι, παραμένει μια άκρως αξιαγάμητη σαραντάρα.
|
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "αξιαγάπητος". |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 11:44:43 AM |
συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |