λήμμα:> | αούγκανος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Πιθανόν από ήχους όπως άγκα, ούγκα. |
σημασία: | Χαζός, βλάκας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | αγκαούγκα(ς), άι κιου ραδικιού, γκάου, στοκάδι |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Τέτοιος αούγκανος που είσαι δεν μπορείς να καταλάβεις. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 11:50:41 AM |
συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |