λήμμα:> | απιθανόπουλος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το επίθετο απίθανος και το επίθημα -όπουλος, κατά τον σχηματισμό επωνύμων όπως Παπαδόπουλος. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που με απίθανο ή τυχαίο τρόπο αναλαμβάνει ένα πόστο, χωρίς να έχει τα προσόντα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Αριστερός εξωφυλαρούχας ο απιθανόπουλος από το Ουζμπεκιστάν.
|
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 12:08:36 PM |
συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |