λήμμα:> | απιστεύταμπολ |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από το επίθετο απίστευτος και το αγγλικό επίθημα -able. |
σημασία: | Χαρακτηρίζει κάτι που είναι συναρπαστικό ή δύσκολο να το πιστέψει κανείς, απίστευτο. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | του απιστεύτου |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ναι, όσο απιστεύταμπολ κι αν σου φαίνεται, πίσω από τη γυάλινη πρόσοψη υπάρχει ένα μικρό δάσος. |
προέλευση: | palo.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 12:12:39 PM |
συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |