λήμμα:> | αργοτερότερα |
μέρος του λόγου:> | Επίρρημα |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Ως επιτατικό του αργότερα (αργότερα + επίθημα -ότερα). |
σημασία: | Πολύ πιο αργά, ακόμα αργότερα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Παίδες, πάω να φάω την κρέπα του νικητή. Τα λέμε αργοτερότερα! 2) Θα μπω σε λεπτομέρειες αργοτερότερα, μη μου καεί το κοκκινιστό. |
προέλευση: | 1) axortagos.gr
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 12:30:24 PM |
συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |