λήμμα:> | αρχιδάτος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη αρχίδι και το επίθημα -άτος. |
σημασία: | Χαρακτηρίζεται το άτομο που δε φοβάται τίποτα και κανέναν, που "έχει αρχίδια". |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Τελικά, ο... μπουρδολόγος (κατά Παπαδόπουλο...) Στεφανίδης, αποδείχτηκε πολύ αρχιδάτος Αρειανός! Ίσως ο μόνος.
|
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 12:53:58 PM |
συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |