λήμμα:> | αρχιδόκαμπος, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις αρχίδι και κάμπος. |
σημασία: | Το μέρος που είναι γεμάτο με άντρες. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | καψιμί, ψωλαρία |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Αρχιδόκαμπος.... φέρτε και καμιά γυναίκα, ρε! |
προέλευση: | mybike.gr
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 03-05-2014 12:59:52 PM |
συγγραφέας: | ΑΣΒΕΣΤΑ ΑΣΗΜΙΝΑ |