λήμμα:> | βρόντακας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη βρόντος και το επίθημα -ακας. |
σημασία: | Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μηχανή (επειδή ακούγεται "βρόντος"). |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Ο Τουμπίδης είναι γνωστός βρόντακας χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν ξέρει να οδηγεί το παιδί, ε! 2) Παράλληλα θα πραγματοποιείται και ο διεθνούς φήμης Bistos Race, όπου ο απόλυτος βρόντακας με τις πιο πολλές τούμπες σε 100 μέτρα θα κερδίσει ένα συλλεκτικό μεταχειρισμένο σώβρακο του προέδρου της λέσχης. |
προέλευση: | 1) onmag24.net
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 19:45:38 PM |
συγγραφέας: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |