λήμμα:> | χιτλεριάζω/χιτλεριάζομαι |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το όνομα Χίτλερ και το επίθημα -ιάζω. |
σημασία: | Εκνευρίζομαι πάρα πολύ με κάτι, με κάποιον. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | συφιλιάζω/συφιλιάζομαι |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Κι όμως έχει βρεθεί άνθρωπος, που κατά τα άλλα δεν αντέχει ούτε τα έντερα του, που άρχισε να χιτλεριάζει γιατί εγώ συνοδεύομαι με τον σκύλο μου, περιμένοντας το παιδί μου να τελειώσει την προπόνησή του... 2) Βγαίνει ο μαδαφάκας ο Τζιμπρέ και λέει κάτι κουφά και χιτλεριάζομαι πάρα πολύ, αδερφάκι μου μεγάλε. |
προέλευση: | 1) panionios-gr
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 09:38:51 AM |
συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |